- αμισής
- ἀμισής, -ές (Α)αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μισὴς < μῖσος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμισῆ — ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμισής not hateful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμισής not hateful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισεῖς — ἀμισής not hateful masc/fem acc pl ἀμισής not hateful masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισές — ἀμισής not hateful masc/fem voc sg ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισοῦς — ἀμισής not hateful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισέας — ἀμισής not hateful masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισέστερα — ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισέων — ἀμισής not hateful masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισῶς — ἀμισής not hateful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμισία — ἀμισία, η (Α) [ἀμισής] έλλειψη μίσους, έχθρας … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek